τυμβεύω

Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

   A bury, σῶμα τυμβεῦσαι τάφῳ S.Aj.1063, cf. E.Hel. 1245:—Pass., ποῦ δ' ἐτυμβεύθη τάφῳ; Ar.Th.885:—Med., Nonn. D.5.549, al.    2 πατρὶ τυμβεῦσαι χοάς pour libations on his grave, S.El.406.    II intr., dwell entombed, ἐν τοιαύτῃ ζῶσα τυμβεύειν στέγῃ Id.Ant.888.

Greek (Liddell-Scott)

τυμβεύω: (τύμβος) θάπτωκαίω νεκρόν, σῶμα τυμβεῦσαι τάφῳ Σοφ. Αἴ. 1063, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1245. - Παθ., ποῦ δ’ ἐτυμβεύθη τάφῳ; Εὐρ. ἐν Ἀριστοφ. Θεσμοφ. 885· - τὸ μέσον ἀπαντᾷ παρὰ Νόννῳ. 2) χοὰς τυμβεύω τινί, ἐπιχέω σπονδὰς ἐπὶ τοῦ τάφου τινός, Σοφ. Ἠλ. 406. ΙΙ. ἀμεταβ., κατοικῶ ἐντὸς τάφου, ἐν τοιαύτῃ ζῶσα τυμβεύειν στέγῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 888.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 ensevelir, enterrer;
2 répandre sur une tombe : χοάς τινι SOPH des libations en l’honneur d’un mort;
II. intr. être couché dans la tombe.
Étymologie: τύμβος.