πιστάκη

Revision as of 20:04, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A pistachio-tree, Pistacia vera, Alciphr.1.22.

German (Pape)

[Seite 619] ἡ, der Pistazienbaum, Alciphr. 1, 22.

Greek (Liddell-Scott)

πιστάκη: [ᾰ], ἡ, τὸ δένδρον τὸ παράγον τὰ πιστάκια ἢ φιστίκια· ὡσαύτως ὁ καρπός, Ἀλκίφρων 1. 22· ― πιστάκια, ων, τά, ὁ καρπὸς τῆς πιστάκης, Διοσκ. 177, Νικ. Θηρ. 891· φέρεται καὶ βιστάκια, φιστάκια, ἴδε Ἀθήν. 649C κἑξ.· ψιττάκια Γεωπ. 10. 12.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
pistachier, arbre.
Étymologie: DELG emprunt oriental d’origine inconnue, cf. persan pista.