ιδος, ἡ,
A made of rushes, καλύβη AP7.295 (Leon.).
σχοινῖτις: -ιδος, ἡ, πεποιημένος ἐκ σχοίνων ἢ βούρλων, καλύβη Ἀνθ. Π. 7. 295.
ίτιδοςadj. f.fait de jonc.Étymologie: σχοῖνος.