οἴκισις

Revision as of 20:04, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A colonization, Th.5.11, 6.4.

Greek (Liddell-Scott)

οἴκῐσις: ἡ, ἡ ὑπὸ ἐποίκων κατάληψις τόπου τινός, ἀποίκισις, Θουκ. 5. 11., 6. 4. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de fonder une colonie.
Étymologie: οἰκίζω.