εως, ἡ,
A colonization, Th.5.11, 6.4.
οἴκῐσις: ἡ, ἡ ὑπὸ ἐποίκων κατάληψις τόπου τινός, ἀποίκισις, Θουκ. 5. 11., 6. 4. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 3.
εως (ἡ) :action de fonder une colonie.Étymologie: οἰκίζω.