ἀποίκισις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, leading out a colony, D.H.3.31 (s.v.l.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
fundación de una colonia ἡ ... τῶν Ἀλβανῶν πόλις ... ὑπὸ τῆς ... ἀ. καθαιρεθεῖσα D.H.3.31.
German (Pape)
[Seite 304] ἡ, das Abführen einer Kolonie, D. Hal.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
envoi ou établissement d'une colonie.
Étymologie: ἀποικίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποίκισις: -εως, ἡ, ὁ σχηματισμὸς ἀποικίας, Διον. Ἁλ. 3. 31.