ή, όν,
A heaped up, τάφος AP9.117 (Stat. Flacc.) ; κόνις Epigr.Gr.234 (Smyrna).
ὀγκωτός: -ή, -όν, εἰς σωρὸν κατεσκευασμένος, τάφος Ἀνθ. Π. 9. 117· κόνις Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 234.
ή, όν :formé d’un monceau (de terre).Étymologie: ὀγκόω².