ὀγκόω

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀγκόω Medium diacritics: ὀγκόω Low diacritics: ογκόω Capitals: ΟΓΚΟΩ
Transliteration A: onkóō Transliteration B: onkoō Transliteration C: ogkoo Beta Code: o)gko/w

English (LSJ)

aor. ὤγκωσα: aor. and pf. Pass. ὠγκώθην, ὤγκωμαι (v. infr.): (ὄγκος B):—
A raise up, rear, ἠρίον Alex.Aet.3.33; ὤγκωσεν τάδε σήματα Epigr.Gr.233.9 (Chios):—Pass., τάφῳ ὀγκωθῆναι E.Ion388; and of the cairn itself, ὠγκώθην AP7.651 (Euph.); ὀστέα δ' ὀγκωθεὶς.. ἔδεκτο τάφος Epigr.Gr.233.4.
2 distend, τὸ πνεῦμα τὰς φλέβας ὀγκοῖ Arist.Somn.Vig.457a13, cf. Pr.936b11:—Pass., γαστὴρ ὠγκώθη was swollen by eating, Babr.86.5, cf. 111.19, Antyll. ap. Orib.7.16.3.
3 endow with bulk or extension, Corp.Herm.8.3: pf. part. Pass., Porph. Sent.33, Dam.Pr.140.
II metaph., bring to honour and dignity, βροτοῖς.. βίοτον ὀγκώσας μέγαν E.Andr.320; exalt, extol, Ἄργος ὀγκῶν Id.Heracl.195; ὀγκῶσαι τὸ φρόνημα puff up one's conceit, Ar.V.1024; ὀ. [τινὰ] ματαίως 'boost', Epicur.Ep.2p.41U.; of style, ὤγκωσε τὴν νόησιν Longin.28.2:—Med., εἰ δὲ ταῦτ' ὀγκωσόμεσθα Ar.Ra.703:—Pass., to be puffed up, swollen, elated, ὀγκωθεὶς χλιδῇ S.Fr.942; δοκήσει δωμάτων ὠγκωμένος E.El.381; δῶμα πλούτῳ δυσσεβῶς ὠγκωμένον Id.Fr. 825; ὠγκωμένω ἐπὶ τῷ γένει X.Mem.1.2.25: with a part., ὀγκούμεθα ὁ μέν τις... ὁ δὲ.. τίμιος κεκλημένος E.Hec.623.

German (Pape)

[Seite 291] dem äußeren Umfange u. dem Maaße nach vergrößern, bes. im tadelnden Sinne, aufblasen; οἶκος ὀγκωθεὶς χλιδῇ, Soph. frg. 679; τὸ Ἄργος ὀγκῶν, Eur. Heracl. 196; μυρίοισι βροτῶν βίοτον ὤγκωσας μέγαν, Andr. 320; aber τάφῳ ὀγκωθῆναι ist = mit einem hohen Grabhügel überschüttet werden, Ion 388; übertr., ὀγκῶσαι τὸ φρόνημα, Ar. Vesp. 1024; u. im med., Ran. 702; ὠγκωμένος ἐπὶ γένει, Xen. Mem. 1, 2, 25, auf seine Abkunft, sein Geschlecht stolz. Das act. hat Plut. im Gegensatz von ταπεινόω, Symp. 1, 2, 3. – Rhett. auch vom Styl, gew. in tadelnder Bdtg, schwülstig machen.

French (Bailly abrégé)

ὀγκῶ :
f. ὀγκώσω, ao. ὥγκωσα, pf. inus.
Pass. ao. ὠγκώθην, pf. ὥγκωμαι;
litt. enfler, grossir ; particul. en mauv. part enfler, gonfler ; particul. gonfler d'orgueil.
Étymologie: ὄγκος².

Russian (Dvoretsky)

ὀγκόω:
1 раздувать, расширять, увеличивать в объеме (τὰς φλέβας Arst.): τάφῳ ὀγκωθῆναι Eur. быть погребенным под (высоким) курганом;
2 возвеличивать, превозносить (τὸ Ἄργος Eur.); med. (тж. ὀγκῶσαι τὸ φρόνημα Arph.) превозноситься, гордиться, кичиться (δοκήσει δωμάτων Eur.; ἐπὶ τῷ γένει Xen.; ἐφ᾽ ἑαυτοῖς Plut.);
3 преисполнять, наполнять (ὀγκωθεὶς πλούτῳ, χλιδῇ Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀγκόω: Εὐρ.· μέλλ. -ώσω Ἀλέξ. Αἰτωλ.: ἀόρ. ὤγκωσα Εὐρ., Ἀριστοφ.· ― Μέσ., μέλλ. - ώσομαι Ἀριστοφ.· ἀόρ. ὠγκωσάμην Ἀθήν.· ― ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ παθ. φωνῇ, ἀόρ. ὠγκώθην, πρκμ. ὤγκωμαι, ἴδε κατωτ.: (ὄγκος Β). Ἐγείρω, ἱδρύω, ἠρίον Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρὰ Παρθεν. 14. 33· ὤγκωσεν τάδε σήματα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 233. 9. ― Παθ., τάφῳ ὀγκωθῆναι Εὐρ. Ἴων 388· καὶ ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ τάφου, ὠγκώθην Ἀνθ. Π. 7. 651· ὄστεα δ’ ὀγκωθεὶς ... ἔδεκτο τάφος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 233. 4. 2) ἐκτείνω, διαστέλλω, τὸ πνεῦμα τὰς φλέβας ὀγκοῖ Ἀριστ. π. Ἐνυπνίων 3. 13, πρβλ. Προβλ. 24. 7. ― Παθ., γαστὴρ ὠγκώθη ἐξωγκώθη ἕνεκα πολυφαγίας, Βάβρ. 86, πρβλ. 111. ΙΙ. μεταφ., τιμῶ, μεγαλύνω, βροτοῖς ... βίοτον ὀγκώσας μέγαν Εὐρ. Ἀνδρ. 320· ὡσαύτως, ἀνυψῶ, ὑπερεπαινῶ τι, Ἄργος ὀγκῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 195· ὀγκῶ τὸ φρόνημα, ὑπερηφανεύομαι, Ἀριστοφ. Σφ. 1024· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, εἰ τοῦτ’ ὀγκωσόμεθα, ἐὰν ὑπερφρονήσωμεν, ἀλαζονευθῶμεν, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 703· ἐπὶ ὕφους, ὤγκωσε τὴν νόησιν Λογγῖν. 28. ― Παθ., φουσκώνω, ὑπερηφανεύομαι, ὀγκωθεὶς χλιδῇ Σοφ. Ἀποσπ. 679· δοκήσει δωμάτων ὀγκωμένος Εὐρ. Ἠλ. 381· πλούτῳ δυσσεβῶς ὠγκωμένος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 822· ὠγκωμένος ἐπὶ τῷ γένει Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 25· μετὰ μετοχ., ὀγκούμεθα ὁ μέν τις …, ὁ δὲ ... τίμιος κεκλημένος Εὐρ. Ἑκάβ. 623.

Greek Monotonic

ὀγκόω: αόρ. αʹ ὤγκωσα· Μέσ. -ώσομαι — Παθ., αόρ. αʹ ὠγκώθην, παρακ. ὤγκωμαι·
I. σωρεύω μία ποσότητα, Παθ., σε Ανθ.
II. οδηγώ στη δόξα και σε υψηλά αξιώματα, εκθειάζω, τιμώ, εγκωμιάζω· ὀγκῶσαι τὸ φρόνημα, εξωθώ στην υπερβολή την αλαζονεία μου, περηφανεύομαι, κομπάζω, σε Αριστοφ.· ομοίως, στη Μέσ., στον ίδ.· Παθ., είμαι υπερβολικά αλαζονικός, υπερηφανεύομαι, κομπορρημονεύομαι, σε Ευρ.· με θετική σημασία, είμαι αποδέκτης επαίνων, τιμώμαι, στον ίδ.

Middle Liddell

[from !egk, in ἐνεγκεῖν

I. to heap up a mound:—Pass., Anth.
II. metaph. to bring to honour and dignity, exalt, extol, Eur.; ὀγκῶσαι τὸ φρόνημα to puff up one's conceit, Ar.; so in Mid., Ar.:—Pass. to be puffed up, inflated, Eur.: in good sense, to be honoured, Eur.