οἰκτιρμός

Revision as of 20:04, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ὁ,

   A pity, compassion, Pi. P.1.85 : pl., compassionate feelings, mercies, Ep.Rom.12.1, Ep.Phil. 2.1, al.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκτιρμός: -οῦ, ὁ, τὸ οἰκτείρειν, Πινδ. Π. 1. 164· - εὔχρηστον ἐν τῇ Καιν. Διαθ. μόνον κατὰ πληθ., αἰσθήματα οἴκτου ἢ συμπαθείας, ἐλέη, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιβ΄, 1, π. Φιλιπ. β΄, 1, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
compassion, pitié.
Étymologie: οἰκτίρω.