οἰκτίρω
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
[ῑ] (in codd. freq. -ειρ-, but -ῑρ- in early Inscrr., IG12.971,976,982, v. sub fin.; cf. κατοικτίρω): impf. ᾤκτ (ε) ιρον Stesich.18: A fut. οἰκτῐρῶ A.Fr.199.6 (-ερεῖ codd.): aor. ᾤκτ (ε) ιρα Il.11.814, A.Pr.354, al.; Ion. οἴκτ (ε) ιρα Hdt.3.52:—Pass., only pres. and impf., ibid., X.Oec.7.40, S.El.1412:—later forms (as if from οἰκτειρέω): fut. οἰκτειρήσω Sch.Od.4.740, LXX Ex.33.19, Ep.Rom.9.15, Lib.Descr.30.18: aor. ᾠκτείρησα Sch.A.Pr.353: aor. Pass. οἰκτειρηθῆναι ib.637.—Cf. οἰκτείρημα:—pity, have pity upon, c. acc. pers., Il.11.814, 16.5, Hdt.l.c., 7.38; ἐλεῆσαι καὶ οἰ. Pl.Euthd. 288d; οἰ. τινά τινος pity one for or because of a thing, οἰκτίρω σε θεσφάτου μόρου A.Ag.1321, cf. Supp.209; also οἰ. τινά τινος ἕνεκα X.Oec. 2.7; ἐπί τινι ib.4: c. acc. rei, E.Med.1233, Ar.V.328, Antipho 3.1.2.
2 c. inf., οἰ. νιν λιπεῖν I am sorry to leave her, S.Aj.652; οἰ. εἰ… to be sorry that it should be, X.An.1.4.7. [Aeol. οἰκτίρρω Hdn. Gr.2.558: hence οἰκτῑρω is prob. from οἰκτιρ-ψω, and οἰκτίρετε [ῐ] in AP7.267 (Posidipp.) is an error: but the Att. fut. is οἰκτερῶ acc. to Hdn.Gr.2.559.]
French (Bailly abrégé)
v. οἰκτείρω.
Russian (Dvoretsky)
οἰκτίρω: (τῑ) атт. = οἰκτείρω.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκτίρω: [ῑ], ἕτερος τύπος τοῦ οἰκτείρω, Νικήτην οἵτινες οἰκτίρετε Ἀνθ. Π. 7. 267· «οἰκτίρω καὶ διὰ τοῦ ι γράφεται καὶ διὰ τῆς ει διφθόγγου. ἔχουσι δὲ λόγον ἑκάτεροι· οἱ γὰρ διὰ τοῦ ι γράφοντες διὰ τὸ οἰκτιρμὸς γράφουσι· καὶ πάλιν οἱ Αἰολεῖς οἰκτίρρω λέγουσι, καὶ οὐχὶ οἰκτέρρω· οἱ δὲ διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφουσιν αὐτό, ἐπειδὴ οἰκτερῶ ἐστιν ὁ μέλλων» Χοιροβ. ἐν Α. Β. 1404, πρβλ. Ἀν. Ὀξων. 2. 243· ἀλλ’ αἱ ἐπιγραφαὶ οὐδόλως ὑποστηρίζουσι τὴν διὰ τῆς διφθόγγου ει γραφήν, ἀλλὰ τοὐναντίον τὴν διὰ τοῦ ι, ἴδε Meisterh2 σ. 42, πρβλ. οἰκτίρας.
Greek Monolingual
(ΑΜ οἰκτίρω και οἰκτείρω, Α και οἰκτειρῶ, -έω, αιολ. τ. οικτίρρω)
αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, λυπάμαι κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι, συμπονώ («ἐμὲ δὲ οἰκτίρεις ἐπὶ τῆ πενίᾳ», Ξεν.)
νεοελλ.
περιφρονώ, καταφρονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. οἰκτίρω (< οικτίρ-jω < οἰκτρ- jω) < οἰκτρός. Ο τ. οἰκτείρω (με -ει-) από ιωτακιστική σύγχυση τών ι και ει].
Greek Monotonic
οἰκτίρω: [ῐ], μεταγεν. τύπος του οἰκτειρέω, σε Ανθ.
Middle Liddell
οἰ˘κτίρω, late form of οἰκτείρω, Anth.]
Chinese
原文音譯:o„kte⋯rw 哀克帖羅
詞類次數:動詞(2)
原文字根:憐憫 相當於: (חַנּוּן) (רָחַם)
字義溯源:發憐憫,恩待;源自(οἰκτίρμων)X*=憐憫)。參讀 (ἀντιλαμβάνω)同義字
同源字:1) (οἰκτείρω / οἰκτίρω)發憐憫 2) (οἰκτιρμός)慈悲 3) (οἰκτίρμων)慈悲的
出現次數:總共(2);羅(2)
譯字彙編:
1) 就恩待(1) 羅9:15;
2) 我要恩待(1) 羅9:15
Mantoulidis Etymological
(=λυπᾶμαι, συμπονῶ). Ἀπό τό οἰκτρός (=ἀξιοθρήνητος) πού παράγεται ἀπό τό οἶκτος (=λύπη, συμπόνια), ἀπό τό ἐπιφώνημα λύπης οἴ μέ ἐπέκταση ἑνός γ. Θέμα οἰκτ-ιρ-jω μέ ἐπένθεση ἑνός ι καί τό πρόσφυμα j → οἰκτίρρω → οἰκτίρω. Ὁ τύπος οἰκτίρω εἶναι ὁ πιό σωστός.
Παράγωγα: οἰκτιρμός, οἰκτίρμων, οἰκτιρμοσύνη, ἀνοικτιρμοσύνη.