ὀλίσθησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A slipping and falling, ib.611a,731f: hence, dislocation, τρόπος ὀλισθήσιος Hp.Fract.42, Art.74.
German (Pape)
[Seite 323] ἡ, das Ausgleiten u. Fallen, Fehltreten, Plut. cons. ad ux. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλίσθησις: ἡ, τὸ ὀλισθαίνειν καὶ πίπτειν, «γλίστρημα», Πλούτ. 2. 611Α, 731Ε· ἐντεῦθεν, ἐξάρθρωσις ὀστοῦ, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 777 ὀλισθήσεως τρόπος περὶ Ἄρθρ. 836.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de glisser, chute.
Étymologie: ὀλισθάνω.