ον,
A killing birds, χειμών ib.563.
οἰωνοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων πτηνά, χειμὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 563.
ος, ον :qui tue les oiseaux.Étymologie: οἰωνός, κτείνω.