κτείνω
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
English (LSJ)
Ep. subj.
A κτείνωμι Od.19.490; Aeol. κτέννω Hdn.Gr.2.303 (and aor. 1 part. κτένναις Alc.33.5), but κταίνω Id.140 acc. to Eust.1648.5 (leg. Ἀλκμᾶνι); Ep. Iterat. κτείνεσκε Il.24.393: fut. κτενῶ, Ep. κτενέω Od.16.404, κτενέεις Il.22.13, κτενέει ib.124, al. (κτενεῖ 15.65, 68), part. κτανέοντα only 18.309 (but in compos. κατα-κτανέουσιν 6.409): aor. 1 ἔκτεινα 19.296, etc.: aor. 2 ἔκτᾰνον 2.701, etc.: pf.not found un compounded: plpf. ἀπεκτονήκειν Plu.Tim.16:—Pass., fut. κτανθήσομαι Sch.T Il.14.481: Ep. 3pl. aor. ἔκτᾰθεν Il.11.691, Od.4.537, κτάθεν Q.S.1.812; ἐκτάνθην AP14.32, (ἀπ-) LXX 1 Ma.2.9, Ev.Marc.8.31, D.C.65.4: aor. 2 ἀπ-εκτάνην [ᾰ] Gal.14.284: pf. ἐκτάνθαι ἀπ-) Plb.7.7.4:—Hom.also uses non-thematic forms, 3sg., 1 and 3pl. aor. ἔκτᾰ Od.11.410, al. (κατ- Il.15.432), ἔκτᾰμεν Od.12.375, ἔκτᾰν 19.276, Il.10.526 (ἔκτα also in S.Tr.38, E.HF423 (lyr., with ᾱ)); 1pl. subj. κτέωμεν Od.22.216; inf. κτάμεν (κατα-) Il.9.458, κτάμεναι [ᾰ] 5.301, al.; part. κτάς (κατα-) 22.323, also in Trag., A. Th. 965 (lyr.), E.IT715: aor. Med. in pass. sense, 3sg. ἀπέκτᾰτο Il.15.437; inf. κτάσθαι ib.558 (prob. in pass. sense); part. κτάμενος 22.75, Hes.Op.541, Pi.Fr.203 codd., A.Pers.923 (lyr.), Cratin.95:—kill, slay, freq. in Poets, also in early Att., Lex Draconis in IG12.115.20; but in Prose and Com. ἀποκτείνω prevailed; usually of men, less freq. of slayingan animal, as Il.15.587, Od.12.375, 19.543, Ar.Av.1063 (lyr.); Οὖτίς με κτείνει δόλῳ = Nobody is slaying me by guile, Nobody seeks to kill me by guile, Od.9.408, cf. S.OC993; ὁ κτανών = the slayer, murderer, A.Eu.422; οἱ κτανόντες Id.Ch.41 (lyr.), 144, etc.
2 put to death, Th.1.132, Arist.HA625a16, al.; especially in legal language, εἰ… ἐν δίκῃ ἔκτεινεν ὁ κτείνας Pl.Euthphr.4b, cf. Prt. 322d, Lg.871e, al., Lys.10.11.
3 of things, ὥστε καὶ κτείνειν = so as to be fatal, of the plague, Th.2.51 (so in Pass., εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται = when the disease is proceeding towards a fatal termination, Aret.SD1.5); τὰ φύλλα [ἀποκύνου]… κτείνει κύνας Dsc.4.80.
4 put an end to, θέρος [νοῦσον] κτείνει Aret.SD1.16. (Pass. in Hom. and Ion. Prose, Il.11.668, 14.60, Od.11.413, Hdt.4.3, etc.; but Trag. almost always used θνῄσκω or καταθνῄσκω as the Pass., Com. Poets and Prose writers ἀποθνῄσκω.) (Cf. Skt. kṣatás 'wounded'.)
German (Pape)
[Seite 1518] fut. κτενῶ, ep. κτενέω, ion. κτανέω, Her.; so Hom. nur partic. κτανέοντα, Il. 18, 309 (s. κατακτείνω); aor. ἔκτεινα, mehr poetisch aor. II. ἔκτανον; perf. ἔκτονα, später ἔκτακα und ἐκτόνηκα, bes. in den compp. ἀποκτείνω und κατακτείνω; perf. pass. ἔκταμαι, aor. ἐκτάθην, Sp., auch ἐκτάνθην, D. C. 65, 4 u. Aenigm. 34 (XIV, 32); ep. aor. sync. ἔκτα (dies auch Soph. Tr. 38, wie Eur. Herc. F. 423), u. plur. ἔκταν, inf. κτάμεν u. κτάμεναι, partic. κτάς, conj. κτέωμεν, Od. 22, 216; aor. syncop. med. mit passiver Bdtg κτάσθαι u. κτάμενος, Hom.; auch Pind. frg. 217; Aesch. Ch. 795 Pers. 887; ἔκταθεν ist ep. = ἐκτάθησαν, Il. 11, 691 Od. 4, 537; vgl. καίνω u. ἀποκτείνω; – tödten, erschlagen, morden, gew. von Menschen, Hom. u. Folgende; Aesch. hat häufiger ἔκτανον als ἔκτεινα, wie auch Soph. dem ὁ θανών ein ὁ κτανών entggstzt, Phil. 336, und κτανεῖν θανεῖν τε verbindet, O. C. 1390; – auch von der bloßen Absicht, tödten wollen, Od. 9, 408; vgl. Soph. O. C. 993 Ai. 1126; – seltener vom Tödten od. Schlachten eines Tieres, Il. 15, 587 Od. 12, 379. 19, 543; – auch wie bei uns »umbringen«, »zu Grunde richten«, von der Liebe, Soph. El. 197 u. Sp.; ἓν κτενεῖ σ' ἔπος Eur. Med. 585. – In Prosa sind die Compp. ἀποκτείνω u. κατακτείνω (ἔκτεινον Xen. An. 2, 5, 32), u. für das pass. ἀποθνήσκω üblicher.
French (Bailly abrégé)
f. κτενῶ, ao. ἔκτεινα, ao.2 poét. ἔκτανον, pf. inus. ; pf. Pass. poét. ἔκταμαι;
1 tuer, acc.;
2 vouloir tuer.
Étymologie: R. Κταν, Κτεν, tuer ; cf. skr. Kshan « faire périr ».
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτείνω [~ καίνω] praes. ook κτείνυμι en κτεινύω; iter. imperf. 3 sing. κτείνεσκε; aor. ἔκτεινα, Aeol. aor. ptc. κτένναις, them. aor. ἔκτανον, ep. stamaor. 3 sing. ἔκτα, 1 plur. ἔκταμεν, 3 plur. ἔκταν, ep. conj. 1 plur. κτέωμεν, ep. inf. κτάμεν(αι), ptc. κτάς, inf. med. κτάσθαι, ptc. κτάμενος, aor. pass. ἐκτά(ν)θην en aor. (ἀπ)εκτάνην, ep. aor. pass. 3 plur. ἔκταθεν en κτάθεν; perf. en plqperf. alleen in compos.; fut. κτενῶ, ep. fut. κτενέω en κτανέω, fut. pass. κτανθήσομαι doden:. Οὖτίς με κτείνει δόλῳ οὐδὲ βίηφιν Niemand wil mij doden met list noch geweld Od. 9.408; δὶς γὰρ τὸν αὐτόν, ὥστε καὶ κτείνειν, οὐκ ἐπελάμβανε want (de ziekte) trof nooit tweemaal dezelfde persoon met dodelijk gevolg Thuc. 2.51.6. ter dood laten brengen:. κτείνει... ἀκρίτους hij laat hen ter dood brengen zonder vorm van proces Hdt. 3.80.5; κτεῖναι... οὐ κύριος hij is niet bevoegd de doodstraf op te leggen Aristot. Pol. 1285a8.
Russian (Dvoretsky)
κτείνω: (fut. κτενῶ - эп.-ион. κτανέω и κτενέω, aor. 1 ἔκτεινα, aor. 2 ἔκτᾰνον, pf. ἔκτονα - Diod. ἔκταγκα; pass.: aor. ἐκτάνθην, pf. ἔκταμαι, part. aor. κτανθείς; в качестве pass. aor. и pf. употр., однако, преимущ. формы от θνῄσκω и ἀποθνῄσκω)
1 убивать, умерщвлять (τινὰ δόλῳ, κύνα Hom.): ὁ κτανών Aesch. убийца;
2 казнить (κ. ἢ φυγαδεύειν ἢ ὀστρακίζειν τινά Arst.).
English (Autenrieth)
ipf. κτεῖνον, iter. κτείνεσκε, fut. κτενέει, part. κτανέοντα, aor. ἔκτεινα, κτεῖνε, aor. 2 ἔκτανον, κτάνον, also ἔκτα, ἔκταμεν, ἔκταν, subj. κτέωμεν, inf. κτάμεναι, pass. pres. inf. κτεινεσθαι, aor. 3 pl. ἔκταθεν, aor. 2 mid., w. pass. signif., κτάσθαι, κτάμενος: kill, slay, especially in battle; rarely of animals, Il. 15.587, Od. 12.379, Od. 19.543; pass., Il. 5.465; aor. mid. as pass., Il. 15.558.
English (Slater)
κτείνω (κτείνοντ(α); aor., κτεῖνα, (ἔ)κτεινε; aor. 2, (ἔ)κτανεν; κτανών.) kill ἔκτεινε Λᾷον μόριμος υἱός (O. 2.38) σκάπτῳ θενὼν σκληρᾶς ἔλαίας ἔκτανεν Λικύμνιον (O. 7.29) κτεῖνε μὲν γλαυκῶπα τέχναις ποικιλόνωτον ὄφιν (sc. Ἰάσων) (P. 4.249) ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας (N. 1.62) τὸν ἐθάμβεον κτείνοντ' ἐλάφους ἄνευ κυνῶν δολίων θ ἑρκέων (N. 3.51) “θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν Νεμέᾳ” Herakles speaks (I. 6.48) δηρι]αζόμενον κτάνεν λτ;ἐνγτ; [τεμέ]νει φίλῳ (sc. Ἀπόλλων Νεοπτόλεμον: κτανειν Π, corr. Zenodotus ap. Σ.) (Pae. 6.119)
Greek Monolingual
(AM κτείνω, Α αιολ. τ. κτέννω)
(για ανθρώπους και σπαν. για ζώα) φονεύω, σκοτώνω («ὅς τε κύνα κτείνας ἢ βουκόλον ἀμφὶ βόεσσι φεύγει», Ομ. Ιλ.)
μσν.-αρχ.
θέτω τέρμα σε κάτι («θέρος κτείνει [νοῦσον]», Αρετ.)
αρχ.
1. καταδικάζω κάποιον σε θάνατο και τον θανατώνω («αὐτὸν ηὗρεν ἐγγεγραμμένον κτείνειν», Θουκ.)
2. καταστρέφω, αφανίζω
3. (το αρσ. μτχ. αορ. β' ως ουσ.) ὁ κτανών
ο φονέας, ο δολοφόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κτείνω < κτεν-yω εμφανίζει την απαθή βαθμίδα (κτεν-) και επίθημα -yō- από τον ίδιο τ. (κτεν-yω) σχηματίστηκε ο αιολ. τ. κτέννω με αφομοίωση (-νy- > -νν-). Συνεσταλμένη βαθμίδα κτα- εμφανίζουν οι τ. του αορίστου ἔκτανον, ἔκτα, ἔκτατο (πρβλ. αρχ. ινδ. a-ksa-ta), καθώς και το ρηματ. επίθ. κτάτος (πρβλ. ανδρακτασία)
η ετεροιωμένη βαθμίδα κτο απαντά στο β' συνθετικό -κτονος. Το ρ. κτείνω απαντά συχνά στον Όμηρο και στους ποιητές, ενώ οι πεζογράφοι χρησιμοποιούσαν κατ' εξοχήν το σύνθ. αποκτείνω, το οποίο μαρτυρείται εκ παραλλήλου με το φονεύω. Στην παθ. φωνή το ρ. κτείνομαι απαντά μόνο στον Όμηρο και στον Ηρόδοτο, ενώ στα αττ. κείμενα χρησιμοποιείται το αποθνήσκω. Στη Νέα Ελληνική το αποκτείνω αντικαταστάθηκε από το φονεύω και το σκοτώνω.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αποκτείνω
αρχ.
ανταποκτείνω, επαποκτείνω, κατακτείνω, προαποκτείνω, προσαποκτείνω, προσκατακτείνω, συγκατακτείνω, συναποκτείνω.
Greek Monotonic
κτείνω: (√ΚΤΕΝ ή ΚΤΑΝ)· Ιων. παρατ. κτείνεσκε· μέλ. κτενῶ, Ιων. κτενέω· αόρ. αʹ ἔκτεινα, αόρ. βʹ ἔκτᾰνον, παρακ. ἔκτονα, έπειτα ἐκτάνθην, σε Ανθ.· Επικ. τύποι (όπως αν προερχόταν από το *κτῆμι), γʹ ενικ. και πληθ. συγκοπτ. αορ. βʹ ἔκτᾰ, ἔκτᾰν· αʹ πληθ. υποτ. κτέωμεν, απαρ. κτάμεν, κτάμεναι [ᾰ], μτχ. κτάς· επίσης Μέσ. αόρ. βʹ (με Παθ. σημασία) ἐκτάμην, απαρ. κτάσθαι, μτχ. κτάμενος· σκοτώνω, φονεύω, σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για ζώα, σφάζω, στον ίδ.· οὖτίς με κτείνει δόλῳ, αναζητά να με σκοτώσει (η δύναμη του ενεστ. χρόνου), σε Ομήρ. Οδ.· ὁ κτανών, φονιάς, δολοφόνος, σε Αισχύλ.· οἱ κτανόντες, στον ίδ.· καταδικάζω σε θάνατο βάσει νόμου, σε Θουκ., Πλάτ.· στην Αττ. τα θνῄσκω ή ἀποθνῄσκω χρησιμ. για την Παθ.
Greek (Liddell-Scott)
κτείνω: Ἐπικ. ὑποτ. κτείνωμι Ὀδ. Τ. 490· Αἰολ. κτέννω Ἀλκαῖ. 136 (κατὰ τὸν Ahrens d. Aeol. σ. 52, ἀντὶ κταίνω)· Ἰων. παρατ. κτείνεσκε Ἰλ. Ω. 393· ― μέλλ. κτενῶ Ἀττ., ἔτι δὲ καὶ ἐν Ἰλ. Ο. 65, 68· ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κτενέω, έεις, έει, μετοχ. κτανέοντα μόνον ἐν Ἰλ. Σ. 309· ἀλλ’ ἐν συνθέσει κατακτανέουσιν, -κτανέεσθε Ζ. 409., Ξ. 481)· ― ἀόρ. α΄ ἔκτεινα καὶ ἀόρ. β΄ ἔκτᾰνον Ὅμ. καὶ Ἀττ. Ποιητ. (πρβλ. κατακαίνω)· ― πρκμ. (παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφ. ἀείποτε ἀπέκτονα) ἔκταγκα (ἀπ-) Ἀριστ. Πολ. 7, 2, 11, Μένανδ. ἐν «Μισουμένῳ» 13· ἔκτᾰνα Πολύβ.· ἐκτόνηκα Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 33, 2, Πλούτ. ― Παθ., Ἐπικ. γ΄. πληθ. ἀορ. ἔκτᾰθεν Ἰλ. Λ. 691, Ὀδ. Δ. 537· ὡσαύτως ἐκτάνθην Ἀνθ. Π. 14. 32, Ἑβδ.· ἀπεκτάνην Γαλην.· πρβλ. κατα-κτείνω· πρκμ. ἐκτάνθαι (ἀπ-) Πολύβ. 7. 7, 4. ― Πλὴν τῶν τύπων τούτων ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται (ὡς ἐκ ῥήμ. *κτῆμι) γ΄ ἑνικ. καὶ πληθ. ἀορ. συγκεκομ. ἔκτᾰ, ἔκτᾰν, (ἔκτα καὶ παρὰ Σοφ. Τρ. 38, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 423, ὡσαύτως ἔκτας ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1398)· α΄ πληθ. ὑποτ. κτέωμεν Ὀδ. Χ. 216· ἀπαρ. κτάμεν, κτάμεναι ᾰ, ἀντὶ κτάναι, μετοχ. κτὰς (ὡς καὶ παρ’ Ἀττ.)· ὡσαύτως μέσ. ἀόρ. (ἐπὶ παθ. σημασ.) ἐκτάμην, ἀπαρ. κτάσθαι Ἰλ. Ο. 558, μετοχ. κτάμενος Ὅμ., ὡσαύτως παρὰ Πινδ. Ἀποσπ. 217, Αἰσχύλ. Πέρσ. 923 (λυρ.), Κρατῖν. Λακων. 1. (Ἐκ τῆς √ΚΤΑΝ, ΚΤΕΝ παράγονται καὶ αἱ λ. κτίννυμι, κτόνος, μετὰ τῶν τύπων καίνω, καίνυμαι, πρβλ. ἄρκτος, ἄρκος)· πρβλ. Σανσκρ. kshan, kshan.-omi (λυμαίνομαι, βλάπτω)· παρ’ Ὁμ. βραχυτέρα ῥίζα ΚΤΑ φαίνεται ἐν τοῖς τύποις ἔκτα, κτάμεναι, κτλ.) Ἀποκτείνω, φονεύω, ἐν χρήσει τὸ πλεῖστον παρ’ Ὁμ. καὶ ἅπασι τοῖς ποιηταῖς ὡς τὸ κατακτείνω· ἀλλὰ παρὰ τοῖς πεζογράφοις καὶ τοῖς κωμ. τὸ ἀποκτείνω ἐπεκράτησεν (ἴδε κατωτ.)· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρώπων, σπανιώτερον δὲ ἐπὶ τοῦ φόνου ἢ σφαγῆς ζῴου, ὡς ἐν Ἰλ. Ο. 587, Ὀδ. Μ. 376., Τ. 543· Οὖτίς με κτείνει δόλῳ, προσπαθεῖ νά με φονεύσῃ (διότι αὕτη εἶναι ἡ δύναμις τοῦ ἐνεστ.), Ι. 408, πρβλ. Schäf Σοφ. Ο. Κ. 993, Αἴ. 1126· ὁ κτανών, ὁ φονεύς, ὁ δολοφόνος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 422· οἱ κτανόντες ὁ αὐτ. ἐν Χο. 41, 144, κτλ.· ― θανατώνω, Θουκ. 1. 132· κυρίως διὰ νόμου, εἰ… ἐν δίκῃ ἔκτεινεν ὁ κτείνας Πλάτ. Εὐθύφρων 4Β, πρβλ. Πρωτ. 322D, Νόμ. 871Ε, κ.ἀλλ.· ὡσαύτως, ὥστε καὶ κτείνειν, οὕτως ὥστε καὶ τὸν θάνατον νὰ ἐπιφέρῃ, ἐπὶ τοῦ λοιμοῦ, Θουκ. 2. 51. ― τὸ Παθ. εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις, Ἰλ. Λ. 668, Ξ. 60, Ὀδ. Λ. 413, Ἡρόδ. 4. 3, κτλ.· ἀλλ’ οἱ τραγ. ποιηταὶ σχεδὸν ἀείποτε μετεχειρίζοντο τὸ θνήσκω ἢ καταθνήσκω ὡς τὸ Παθ., οἱ δὲ κωμ. καὶ οἱ πεζογράφοι τὸ ἀποθνήσκω.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: kill, put to death (Il.; Att. prose mostly with ἀπο-, poet. also with κατα-).
Other forms: Att. also κτείνυμι, -ύω, Aeol. κτέννω (Hdn.), fut. κτενῶ, ep. also -έω, κτανέω, aor. κτεῖναι, Aeol. κτένναι (Alc.), and κτανεῖν, ep. also κτάμεν(αι) and midd. -pass. κτάσθαι, pass. 3. pl. ἔκταθεν (ep.), hell. κταν(θ)ῆναι, perf. ἀπ-, κατ-έκτονα (Hdt., Att.), hell. also ἀπ-εκτόνηκα, -έκτα(γ)κα, pass. -εκτάνθαι Il.
Compounds: As 2. member -κτόνος, e.g. πατρο-κτόνος who kills his father (trag.) with -κτονέω, -ία; rarely passive: νεό-κτονος recently killed (Pi.); simplex κτόνος (Zonar.) prob. from the compp.; also -κτασία, e.g. ἀνδρο-κτασία, usually pl. -ίαι f. murther of men (Il.), as if from *ἀνδρό-κτα-τος, cf. below and Schwyzer 469.
Origin: IE [Indo-European] [626 niet!] *tken- injure
Etymology: The present κτείνυμι (incorrect -εινν- and -ινν-) with sec. full grade after ἔκτεινα (δείκνυμι: ἔδειξα a. o.) stands for zero grade *κτά-νυ-μι, which agrees exactly to Skt. kṣa-ṇó-mi injure (κτείνω kill therefore euphemistical; Chantraine Sprache 1, 143). Other agreements with Indian (and Iranian) are the aorist ἔ-κτα-το (Il.) = Skt. a-kṣa-ta (gramm.) and the ptc. *-κτα-τος (in ἀνδρο-κτασίαι a.o.; s. above) = Skt. á-kṣa-ta-, OP. a-xša-ta- uninjured. The Greek system seems further to be based on an athematic root aorist: 1. sg. *ἔ-κτεν-α, 3. sg. -ἔ-κτεν (cf. Gortyn. conj. κατα-σκένε [with σκ for κτ, Schwyzer 326]), 1. pl. ἔ-κτα-μεν, 3. pl. ἔ-κταν; to this the present -κτέν-ι̯ω > κτείνω, the aorist ἔκταν-ον, ἔκτεινα. Further details in Schwyzer 697 u. 740, Chantraine Gramm. hom. 1, 380f. a. 449f. - Cf. καίνω. - The root was prob. *tken-, Hardarsson, Stud. Wurzelaor. 186. - Against connection with Skt. akṣata Strunk, Nasalpräs. u. Aoriste 99 n. 265.
Middle Liddell
[Root !κτεν or !κταν]
to kill, slay, Hom., etc.; of animals, to slaughter, Hom.; Οὖτις με κτείνει δόλωι seeks to kill me (the force of the pres. tense), Od.; ὁ κτανών the slayer, murderer, Aesch.; οἱ κτανόντες Aesch.:— to put to death by law, Thuc., Plat.—In Attic θνήσκω or ἀποθνήσκω is used for the Pass.
Frisk Etymology German
κτείνω: {kteínō}
Forms: att. auch κτείνυμι, -ύω, äol. κτέννω (Hdn.), Fut. κτενῶ, ep. auch -έω, κτανέω, Aor. κτεῖναι, äol. κτένναι (Alk.), und κτανεῖν, ep. auch κτάμεν(αι) und Med. -Pass. κτάσθαι, Pass. 3. pl. ἔκταθεν (ep.), hell. u. sp. κταν(θ)ῆναι, Perf. ἀπ-, κατέκτονα (Hdt., att.), hell. u. sp. auch ἀπεκτόνηκα, -έκτα(γ)κα, Pass. -εκτάνθαι
Grammar: v.
Meaning: töten, umbringen (seit Il.; att. Prosa fast nur mit ἀπο-, poet. auch mit κατα-).
Composita: Davon als Hinterglied -κτόνος, z.B. πατροκτόνος vatermörderisch (Trag.) mit -κτονέω, -ία; vereinzelt passiv: νεόκτονος soeben getötet (Pi.); Simplex κτόνος (Zonar.) wohl aus den Kompp.; auch -κτασία, z.B. ἀνδροκτασία, gew. pl. -ίαι f. Männermord (ep. poet. seit Il.), wie von *ἀνδρόκτατος, vgl. unten und Schwyzer 469.
Etymology: Das Präsens κτείνυμι (unrichtig -εινν- und -ινν-) mit sekundärer Hochstufe nach ἔκτεινα (δείκνυμι: ἔδειξα u. a.) steht für schwundstufiges *κτάνυμι, das bis auf den Ablaut des νυ-Suffixes zu aind. kṣa-ṇó-mi verletzen genau stimmt (κτείνω töten somit euphemistisch; Chantraine Sprache 1, 143). Andere Übereinstimmungen mit dem Altindischen (und Altiranischen) zeigen der Aorist ἔκτατο (Il.) = aind. a-kṣa-ta (Gramm.) und das Ptz. *-κτατος (in ἀνδροκτασίαι u.a.; s. oben) = aind. á-kṣa-ta-, ap. a-xša-ta- unverletzt. Das griechische Formensystem scheint im übrigen auf einem athematischen Wurzelaorist aufgebaut zu sein: 1. sg. *ἔκτενα, 3. sg. -ἔκτεν (vgl. gortyn. Konj. κατασκένε̄ [mit σκ für κτ, Schwyzer 326]), 1. pl. ἔκταμεν, 3. pl. ἔκταν; dazu das Präsens -κτένι̯ω > κτείνω, die Aoriste ἔκτανον, ἔκτεινα. Weitere Einzelheiten bei Schwyzer 697 u. 740, Chantraine Gramm. hom. 1, 380f. u. 449f. — Vgl. καίνω.
Page 2,33
Mantoulidis Etymological
(=σκοτώνω). Ἀπό ρίζα καν- (τοῦ καίνω =φονεύω) και κταν κτεν. Θέμα κτεν + πρόσφυμα j + ω → κτέν-j-ω καί μέ ἀφομοίωση του j σε ν → κτέννω → κτείνω, μέ ἁπλοποίηση τῶν δύο ν καί ἀντέκταση.
Παράγωγα: κτάντης (=φονιάς), κτόνος (=φόνος), μητροκτόνος, πατροκτόνος, ἀνδροκτόνος, αὐτοκτόνος, αὐτοκτονῶ, ἀλληλοκτονῶ, ἀνδροκτασία.
Lexicon Thucydideum
occidere, to kill, 1.50.1, 1.132.5. 2.51.6 (de morbo concerning disease), 2.102.5. 2.102.6, 3.66.2, 3.66.3. 3.70.6, 3.111.3, 4.67.4. 4.96.8. 4.127.2. 6.59.2, 7.29.4,
PASS. 3.81.5,
capite multare, to punish with death, 3.47.3, 3.58.1. 3.58.3. 3.5.1. 4.74.3.