οὐρανογνώμων
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A skilled in the heavens, Luc.Icar.5, Eust.1337.18.
German (Pape)
[Seite 417] ον, himmelskundig, Luc. Icarom. 5.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρᾰνογνώμων: -ον, ἔμπειρος περὶ τὴν γνῶσιν τοῦ οὐρανοῦ, Λουκ. Ἰκαρομ. 5.
French (Bailly abrégé)
ώμονος (ὁ, ἡ)
qui connaît le ciel, astronome.
Étymologie: οὐρανός, γιγνώσκω.