παλίμπαις

Revision as of 20:05, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

παιδος, ὁ, ἡ,

   A again a child, Luc.Sat.9.

German (Pape)

[Seite 448] παιδος, wieder, zum zweiten Male Kind, παροιμία, ἥ φησι παλίμπαιδας τοὺς γέροντας γενέσθαι, Luc. Saturn. 9.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίμπαις: -αιδος, ὁ, ἡ, πάλιν παῖς, οὕτω γὰρ ἂν τὴν παροιμίαν ἐπαληθεύσαιμι, ἥ φησι παλίμπαιδας τοὺς γέροντας γίγνεσθαι Λουκ. τὰ πρὸς Κρόνον 9.

French (Bailly abrégé)

παιδος (ὁ, ἡ)
qui retombe en enfance.
Étymologie: πάλιν, παῖς.