πανδαμεί
English (LSJ)
πᾰν-δᾱμος,
A v. πανδημεί πάνδημος.
Greek (Liddell-Scott)
πανδαμεί: πάνδαμος, Δωρ. ἀντὶ πανδημεί, πάνδημος.
French (Bailly abrégé)
adv.
dor.
avec le peuple entier, en corps, en masse.
Étymologie: πᾶν, δῆμος.
πᾰν-δᾱμος,
A v. πανδημεί πάνδημος.
πανδαμεί: πάνδαμος, Δωρ. ἀντὶ πανδημεί, πάνδημος.
adv.
dor.
avec le peuple entier, en corps, en masse.
Étymologie: πᾶν, δῆμος.