πανδαμεί

From LSJ

ὑπόνοια δεινόν ἐστιν ἀνθρώποις κακόν → suspicion is a terrible evil for people

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνδᾱμεί Medium diacritics: πανδαμεί Low diacritics: πανδαμεί Capitals: ΠΑΝΔΑΜΕΙ
Transliteration A: pandameí Transliteration B: pandamei Transliteration C: pandamei Beta Code: pandamei/

English (LSJ)

πᾰν-δᾱμος, v. πανδημεί πάνδημος.

French (Bailly abrégé)

adv.
dor.
avec le peuple entier, en corps, en masse.
Étymologie: πᾶν, δῆμος.

Russian (Dvoretsky)

πανδᾱμεί: или πανδᾱμί adv. дор. = πανδημεί.

Greek (Liddell-Scott)

πανδαμεί: πάνδαμος, Δωρ. ἀντὶ πανδημεί, πάνδημος.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. πανδημεί.

Greek Monotonic

πανδαμεί: πάνδαμος, Δωρ. αντί πανδημεί, πάνδημος.