ές,
A = παμφαής, S.El.105 (lyr.).
[Seite 455] ές, = παμφαής; ἄστρων ῥιπαί, Soph. El. 105; Maneth. 3, 425 u. öfter.
παμφεγγής: -ές, = παμφαής, Σοφ. Ἠλ. 105.
ής, ές :tout brillant.Étymologie: πᾶν, φέγγος.