παραπομπή

Revision as of 20:05, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ἡ,

   A convoying, σίτου Decr. ap. D.18.73 ; ἡ κατὰ θάλασσαν π. Onos.6.14.    2 escort, convoy, π. δώσειν Arist. Oec.1351b24 ; πέμψαι, ἐξαποστέλλειν, Plb.30.9.13, 15.5.7 ; παραπομπῆς τυχεῖν D.S.20.45, cf. PSI5.446.12 (ii A. D.) : pl., παραπομπαὶ ὄχλων Ph.1.592 ; of a funeral procession, π. καὶ κηδεία IG12(7).239.32 (Amorgos) ; of athletes, being escorted by a body of supporters, Charito 6.2.    II transport, conveyance, αἱ τῶν καρπῶν π., whether by importation or exportation, Arist.Pol.1327a8 ; ἑκάστης ἡμέρας π. ἐγίγνοντο supplies were introduced, X.HG7.2.23 ; π. ποιεῖν τῶν ἰχθύων Antiph.190.15 ; παραπέμψαι τὴν π. X.HG7.2.18 ; συμπαραπέμπειν τὴν εἰς Φλιοῦντα π. Aeschin.2.168.    2 production, ἡ ἔξω π. bringing forth the statue from the mould, Ph.2.318.

German (Pape)

[Seite 495] ἡ, Begleitung, Geleit, bes. zum Schutz, παραπομπὴν διδόναι, Arist. Oec. 2, 30; δοὺς ἐφόδια καὶ παραπομπὴν ἐξαπέστειλε, Pol. 15, 5, 7; πέμψαι, 30, 9, 13 u. a. Sp. Auch das Herbeischaffen, ἀποσταλέντα σκάφη ἐπὶ τὴν παραπομπὴν τοῦ σίτου εἰς Ἑλλήσποντον, Dem. 18, 73, vgl. 50, 19; die Zufuhr, Xen. Hell. 7, 2, 23; Arist. pol. 7, 5; παραπομπὴν ποιεῖν τῶν ἰχθύων, Antiphan. bei Ath. VIII, 343 a; τῶν ἐπιτηδείων, D. C. 56, 19.

Greek (Liddell-Scott)

παραπομπή: ἡ, ἀποστολὴ μετὰ συνοδείας, σίτου Ψήφ. παρὰ Δημ. 249. 16. 2) συνοδεία, σωματοφυλακή, π. διδόναι Ἀριστ. Οἰκ. 2. 31, 1· πέμπειν, ἐξαποστέλλειν Πολύβ. 30. 9, 13., 15. 5, 7· παραπομπῆς τυχεῖν Διόδ. 20. 45. 3) ἐπὶ ἀθλητῶν περιστοιχιζομένων ὑπὸ τῶν εὐνοούντων αὐτούς, Χαρίτ. 6. 2 (D΄ Orv.). ΙΙ. τὸ παρέχειν, προμήθεια, αἱ τῶν καρπῶν π., εἴτε δι’ εἰσαγωγῆς εἴτε δι’ ἐξαγωγῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 5, 4· ἑκάστης ἡμέρας π. ἐγένοντο, εἰσήγοντο ζωοτροφίαι, τὰ ἐπιτήδεια, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 23· παραπομπὴν ποιεῖν τῶν ἰχθύων Ἀντιφῶν ἐν «Πλουσίοις» 1. 15. 2) τὸ παρεχόμενον, ζωοτροφίαι, τὰ ἐπιτήδεια, Λατιν. commeatus, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 18, Αἰσχίν. 50. 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραπομπή· μετακομιδή».

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action d’accompagner, d’escorter ; cortège, escorte;
2 transport, importation.
Étymologie: παραπέμπω.