ον,
A trafficking by land, Str.16.3.3.
[Seite 542] zu Lande handelnd, Strab. XVI.
πεζέμπορος: -ον, ὁ κατὰ ξηρὰν ἐμπορευόμενος, Στράβ. 766.
ος, ον :qui fait le commerce par terre.Étymologie: πεζός, ἔμπορος.