πεζέμπορος

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζέμπορος Medium diacritics: πεζέμπορος Low diacritics: πεζέμπορος Capitals: ΠΕΖΕΜΠΟΡΟΣ
Transliteration A: pezémporos Transliteration B: pezemporos Transliteration C: pezemporos Beta Code: peze/mporos

English (LSJ)

πεζέμπορον, trafficking by land, Str.16.3.3.

German (Pape)

[Seite 542] zu Lande handelnd, Strab. XVI.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait le commerce par terre.
Étymologie: πεζός, ἔμπορος.

Greek (Liddell-Scott)

πεζέμπορος: -ον, ὁ κατὰ ξηρὰν ἐμπορευόμενος, Στράβ. 766.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που εμπορεύεται στην ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + ἔμπορος.

Greek Monotonic

πεζέμπορος: -ον, έμπορος που διέρχεται την ξηρά, σε Στράβ.

Middle Liddell

πεζ-έμπορος, ον,
trafficking by land, Strab.