πεδιήρης

Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ες,

   A abounding in plains, Θρῄκης ἂμ πεδιήρεις (vulg. ἀμπεδιήρεις) . . κελεύθους A.Pers.566 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 541] ες, aus Flächen bestehend, flächenreich, eben, Θρῄκης ἂμ πεδιήρεις δυσχίμους τε κελει θους, Aesch. Pers. 558.

Greek (Liddell-Scott)

πεδιήρης: -ες, (ἄρω) ὁ ἔχων ἀφθόνους πεδιάδας, Θράκης ἂμπεδιήρεις (κοινῶς ἀμπεδιήρεις) ... κελεύθους Αίσχύλ. Πέρσ. 566.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
de plaine.
Étymologie: πεδίον, ἄρω.