πεδιήρης

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεδῐήρης Medium diacritics: πεδιήρης Low diacritics: πεδιήρης Capitals: ΠΕΔΙΗΡΗΣ
Transliteration A: pediḗrēs Transliteration B: pediērēs Transliteration C: pediiris Beta Code: pedih/rhs

English (LSJ)

πεδιήρες, abounding in plains, Θρῄκης ἂμ πεδιήρεις (vulg. ἀμπεδιήρεις)… κελεύθους A.Pers.566 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 541] ες, aus Flächen bestehend, flächenreich, eben, Θρῄκης ἂμ πεδιήρεις δυσχίμους τε κελει θους, Aesch. Pers. 558.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
de plaine.
Étymologie: πεδίον, ἄρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεδιήρης -ες [πεδίον, ἀραρίσκω] rijk aan vlak land.

Russian (Dvoretsky)

πεδιήρης: равнинный, ровный (Θρῄκης κέλευθοι Aesch.).

Greek Monolingual

-ῆρες, Α
(για χώρες) αυτός που έχει άφθονες πεδιάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + -ήρης (I)].

Greek Monotonic

πεδιήρης: -ες, (*ἄρω), αυτός που έχει πολλές πεδιάδες, επίπεδος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πεδιήρης: -ες, (ἄρω) ὁ ἔχων ἀφθόνους πεδιάδας, Θράκης ἂμπεδιήρεις (κοινῶς ἀμπεδιήρεις) ... κελεύθους Αίσχύλ. Πέρσ. 566.

Middle Liddell

πεδι-ήρης, ες [*ἄρω]
abounding in plains, level, Aesch.