περιαυχένιος

Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ον, (αὐχήν)

   A put round the neck, στρεπτός Hdt.3.20; κόσμος Ph.2.62, Alciphr.3.3; δεσμοί Agath.4.1.    II Subst. περιαυχένιον, τό, necklace, collar, App.Mith.85, Aristaenet.1.19, Hld.7.27.

German (Pape)

[Seite 569] um den Nacken oder Hals gehend, Her. 3, 20; τὸ περιαυχένιον, Halsband, Heliod. 7, 27.

Greek (Liddell-Scott)

περιαυχένιος: -ον, (αὐχὴν) ὁ περὶ τὸν αὐχένα τιθέμενος, στρεπτὸς Ἡρόδ. 3. 20· κόσμος Ἀλκίφρων 3. 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περιαυχένιον, τό, περιδέραιον· κλοιός, Ἀππ. Μιθρ. 85, Ἀρισταίν. 1. 19, κλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on met autour du cou.
Étymologie: περί, αὐχήν.