καταρρυπαίνω
English (LSJ)
fut.
A -ρυπᾰνῶ Isoc.12.63:—defile, sully, ταῖς κατηγορίαις τὰς εὐεργεσίας l. c., cf. Pl.Lg.919e, 937d; ἑαυτόν Arist.Ath. 6.3, cf. Lib.Or.64.41; ἀκόλαστα ῥήματα τοὺς λέγοντας κ. Plu.2.456c; βραχείᾳ κηλῖδι τοὺς πόνους κ. Chor.Milt.64.