καταρρυπαίνω
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
English (LSJ)
fut. -ρυπᾰνῶ Isoc.12.63:—defile, sully, ταῖς κατηγορίαις τὰς εὐεργεσίας l. c., cf. Pl.Lg.919e, 937d; ἑαυτόν Arist.Ath. 6.3, cf. Lib.Or.64.41; ἀκόλαστα ῥήματα τοὺς λέγοντας κ. Plu.2.456c; βραχείᾳ κηλῖδι τοὺς πόνους κ. Chor.Milt.64.
French (Bailly abrégé)
souiller, salir.
Étymologie: κατά, ῥυπαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-ρρυπαίνω bezoedelen, bevuilen.
German (Pape)
beschmutzen, beflecken, gew. übertragen; ἀναξίῳ ἐπιτηδεύματι τὴν αὑτοῦ πατρῴαν ἑστίαν Plat. Legg. XI.919e; ταῖς κατηγορίαις ταύταις καταρυπανεῖν (so bei Bekker) τὰς τῆς πόλεως εὐεργεσίας Isocr. 12.63; Sp.
Russian (Dvoretsky)
καταρρῠπαίνω: загрязнять, марать, пятнать, осквернять (ἀναξίῳ ἐπιτηδεύματι τὴν πατρῷαν ἑστίαν Plat.; ταῖς κατηγορίαις τὰς εὐεργεσίας Isocr.).
Greek (Liddell-Scott)
καταρρῠπαίνω: λίαν ῥυπαίνω, «λερώνω», μολύνω· κυρίως καὶ μεταφορ., ταῖς κατηγορίαις τὰς εὐεργεσίας Ἰσοκρ. 245D· ἀναξίῳ ἐπιτηδεύματι τὴν πατρῴαν ἑστίαν κ. Πλάτ. Νόμ. 919Ε, ἐν 937D συνάπτεται μετὰ τοῦ καταμιαίνειν.
Greek Monolingual
(AM καταρρυπαίνω)
1. λερώνω κάτι πολύ, καταλερώνω
2. κηλιδώνω, σπιλώνω («ταῖς κατηγορίαις ταύταις καταρρυπανεῖν τὰς τῆς πόλεως εὐεργεσίας», Ισοκρ.).