ον,
A like a Bacchanal, theatrical, Plu.Dem.9; θειασμός Eun.VSp.499 B.
[Seite 471] neben dem Bacchus, der bacchischen Wuth nahe, Plut. Dem. 9.
παράβακχος: -ον, ὅμοιος βακχεύοντι, θεατρικός, Πλουτ. Δημοσθ. 9.
ος, ον :transporté de fureur.Étymologie: παρά, Βάκχος.