θεατρικός
Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn
English (LSJ)
Ion. θεητρικός, ή, όν,
A of or for the theatre, theatrical, μουσική Arist.Pol.1342a18; ὄψις Plu.Alex. 19: θεατρικά, τά, properties, etc., OGI510.7(Ephesus, ii A.D.): θεατρικοί, οἱ, actors, BCH44.88 (Lagina). Adv. θεατρικῶς, εἰπεῖν Plu.2.1076c.
2 pretentious, Hp.Medic.4; θ. μέν… ἀνίατρον δέ Antyll. ap. Orib.10.23.24; τὸ θ. Plu.2.7a,15e. Adv. θεατρικῶς, πολεμεῖν, στρατηγεῖν, Id.Luc. 11,Lys.21.
3 πόδες θ. dub. sens. in IG11(2).203 B13 (Delos, iii B.C.), cf. Inscr.Délos291b30.
German (Pape)
[Seite 1190] für's Theater passend, theatralisch; μουσική Arist. pol. 8, 7; Plut. Alex. 19; bes. pomphaft, hochtrabend, Gegensatz ταπεινός, Plut.; eben so adv., = ἐπιδεικτικῶς, id., z. B. εἰπεῖν adv. Stoic. 34.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne le théâtre, qui convient au théâtre;
2 théâtral, pompeux.
Étymologie: θέατρον.
Russian (Dvoretsky)
θεᾱτρικός:
1 театральный (μουσική Arst.; ὄψις Plut.);
2 театральный, высокопарный (τοῦ λόγου ὑπόθεσις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱτρικός: Ἰων. θεητρικός, ή, όν, τοῦ θεάτρου, διὰ τὸ θέατρον, μουσικὴ Ἀριστ. Πολ. 8. 7, 6· ὄψις Πλούτ. Ἀλεξ. 19. - Ἐπίρρ., θεατρικῶς εἰπεῖν, ἐπιδεικτικῶς, Πλούτ. 2. 1076C. 2) πομπικός, επιδεικτικός, Ἱππ. 20. 12.
Greek Monolingual
-ή, -ο (AM θεατρικός, -ή, -όν, Α ιων. τ. θεητρικός) θέατρο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέατρο (α. «θεατρικός συγγραφέας» β. «θεατρική μουσική», Αριστοτ.)
2. μτφ. προσποιητός, επιδεικτικός, πομπώδης «θεατρική χειρονομία»)
3. το ουδ. ως ουσ. το θεατρικό(ν)
η τάση για επίδειξη, η ιδιότητα του επιδεικτικού
νεοελλ.
1. αυτός που προορίζεται για το θέατρο ή που γίνεται μέσα στο θέατρο
2. παραστατικός, κατάλληλος να παιχθεί στο θέατρο
3. αυτός που είναι ικανός να παίξει στο θέατρο, αυτός που χαρακτηρίζεται από θεατρικότητα
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ό θεατρικός
ηθοποιός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά θεατρικά
οι εμφανείς ιδιότητες.
επίρρ...
θεατρικώς, -ά (Α θεατρικῶς)
με θεατρικό τρόπο, όπως γίνεται στο θέατρο.
Greek Monotonic
θεᾱτρικός: Ιων. θεητρικός, -ή, -όν (θέατρον), αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει το θέατρο, θεατρικός, σε Αριστ., Πλούτ.
Middle Liddell
θέατρον
of or for the theatre, theatrical, Arist., Plut.