περιέλευσις

Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A coming or going round, dub. in Plu.2.916d(pl.), cf. περιέλασις : gloss on περίοδος, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 574] ἡ, das Herumkommen, Plut. quaest. nat. 19.

Greek (Liddell-Scott)

περιέλευσις: -εως, ἡ, τὸ περιέρχεσθαι, Πλούτ. 2. 916D, Εὐστ. Πονημάτ. 203. 76, Φώτ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξ. περίοδος.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’aller autour.
Étymologie: περιελεύσομαι, f. de περιέρχομαι.