τετραετής

Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ές, or τετρᾰέτης, ες,

   A four years old, ἐπεὰν τ. γένηται (sc. τὰ παιδία) Hdt.4.187; τ. ἦθος ψυχῆς Pl.Lg.793e.    II of four years, χρόνος Hdt.1.199, D.H.3.69; διάστημα Plb.9.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

τετραετής: -ές, ἢ τετραέτης, ες, ὁ ἔχων ἡλικίαν τεσσάρων ἐτῶν, ἐπεὰν τ. γένηται (ἐξυπακ. τὰ παιδία) Ἡρόδ. 4. 187· τ. ἦθος ψυχῆς Πλάτ. Νόμ. 793Ε. ΙΙ. ὁ ἐκ τεσσάρων ἐτῶν ἀποτελούμενος, χρόνος Ἡρόδ. 1. 199, Διον. Ἁλ. 3. 69· διάστημα Πολύβ. 9. 1, 1.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 âgé de quatre ans;
2 d’une durée de quatre ans.
Étymologie: τέσσαρες, ἔτος.