συναπάγω

Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

[ᾰγ],

   A lead away with or together, τινι X.Cyr.8.3.23: abs., Id.HG5.1.23.    2 carry off with, οἱ γλυκεῖς οἶνοι . . οὐ συναπάγουσιν ἑαυτοῖς τοὺς χολώδεις χυμούς Gal.15.638.    II Pass., τοὺς συναπαχθέντας ἡμῖν γεωργούς arrested with us, PCair.Zen.640.14 (iii B.C.).    2 metaph., to be led away likewise, Ep.Gal.2.13, 2 Ep.Pet. 3.17.    3 = συμπεριφέρομαι (συμπεριφέρω 11.3), Ep.Rom.12.16.

German (Pape)

[Seite 1001] (s. ἄγω), mit, zugleich ab- oder wegführen, Xen. Cyr. 8, 3, 23 Hell. 5, 1, 23.

Greek (Liddell-Scott)

συναπάγω: μέλλ. -ξω, ἀπάγω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, τινὶ Ξενοφ. Κύρ. 8. 3, 23· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 1, 23. ΙΙ. παθ., ἀπάγομαι, ἀποπλανῶμαι ὁμοίως, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 13., Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. γ΄, 17. 2) μεταφ., = συμπεριφέρομαι (συμπεριφέρω ΙΙ. 3), Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιβ΄, 16.

French (Bailly abrégé)

emmener ou détourner avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀπάγω.