πολυαρχία

Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ἡ,

   A command or government shared by many, τὸ πλῆθος τῶν στρατηγῶν καὶ ἡ π. Th.6.72, cf. X.An.6.1.18, J.AJ4.8.41, Plu. Cam.18, etc.

German (Pape)

[Seite 659] ἡ, Vielherrschaft; Thuc. 6, 72; Xen. An. 5, 9, 18.

Greek (Liddell-Scott)

πολυαρχία: ἡ, ἀρχή, κυβέρνησις καθ᾿ ἣν πολλοὶ ἄρχουσι, Θουκ. 6. 72, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 18, Πλούτ. κλπ.· ― πολυαρχέομαι, ἄρχομαι, κυβερνῶμαι ὑπὸ πολλῶν, Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 10Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gouvernement de plusieurs ou de beaucoup (p. opp. à ὀλιγαρχία), polyarchie.
Étymologie: πολύς, ἄρχω.