[Seite 596] ἡ, vorzügliche Kunst, List, Thuc. 3, 82.
περιτέχνησις: ἡ, πανοῦργον τέχνασμα, δόλος, τῶν ἐπιχειρήσεων περιτεχνήσει Θουκ. 3. 82, πρβλ. Δίωνα Κ. 46. 19.
εως (ἡ) :invention ingénieuse, ruse.Étymologie: περί, τεχνάομαι.