περιτέχνησις

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτέχνησις Medium diacritics: περιτέχνησις Low diacritics: περιτέχνησις Capitals: ΠΕΡΙΤΕΧΝΗΣΙΣ
Transliteration A: peritéchnēsis Transliteration B: peritechnēsis Transliteration C: peritechnisis Beta Code: perite/xnhsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, extraordinary art or cunning, τῶν ἐπιχειρήσεων Th. 3.82; σοφία καὶ π. DC. 46.19.

German (Pape)

[Seite 596] ἡ, vorzügliche Kunst, List, Thuc. 3, 82.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
invention ingénieuse, ruse.
Étymologie: περί, τεχνάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιτέχνησις -εως, ἡ [περί, τεχνάομαι] slimheid.

Russian (Dvoretsky)

περιτέχνησις: εως ἡ находчивость, хитрость Thuc.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α περιτεχνώμαι
1. έξοχη, εξαίρετη τέχνη
2. τέχνασμα, πανουργία, δόλος.

Greek Monotonic

περιτέχνησις: ἡ (τεχνάομαι), πανούργο τέχνασμα ή δόλος, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

περιτέχνησις: ἡ, πανοῦργον τέχνασμα, δόλος, τῶν ἐπιχειρήσεων περιτεχνήσει Θουκ. 3. 82, πρβλ. Δίωνα Κ. 46. 19.

Middle Liddell

περι-τέχνησις, εως, τεχνάομαι
extraordinary art or cunning, Thuc.

English (Woodhouse)

inventiveness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

artificium, calliditas, cunning, craftiness, 3.82.3.