προσάββατον

Revision as of 20:07, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

τό,

   A eve of the sabbath, LXXJu.8.6, Ev.Marc.15.42, Bull.Inst.franc. d'Arch.orientale 30.5.

Greek (Liddell-Scott)

προσάββᾰτον: τό, ἡ πρὸ τοῦ Σαββάτου ἡμέρα, ἡ Παρασκευή, (Ἰουδὶθ Η΄, 6), Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιε΄, 42· προσάββατος ἠὼς ἐν Νόνν. Εὐαγγ. κατὰ Ἰω. 19. 14.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
la veille du sabbat.
Étymologie: πρό, σάββατον.