ταραξικάρδιος
English (LSJ)
ον,
A heart-troubling, Ar.Ach.315 (troch.).
German (Pape)
[Seite 1070] das Herz beunruhigend, Ar. Ach. 296.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰρᾰξικάρδιος: -ον, ὁ τὴν καρδίαν ταράττων, τοῦτο τοὖπος δεινὸν ἤδη καὶ ταραξικάρδιον Ἀριστοφ. Ἀχ. 315.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui trouble le cœur, qui tourmente.
Étymologie: ταράσσω, καρδία.