ατος, τό,
A shortcoming, deficiency, need, LXX Ps.33(34).10, Ev.Luc.21.4, Corp.Herm. 13.1, etc.
ὑστέρημα: τὸ, ἔλλειψις, ἀνάγκη, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΛΓ΄, 10), Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 4, κ. ἀλλ.
ατος (τό) :manque, pénurie, indigence.Étymologie: ὑστερέω.