ποσάπους

Revision as of 20:07, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ,

   A of how many feet? Pl.Men. 85b.

German (Pape)

[Seite 687] ὁ, ἡ, wie vielfüßig? Plat. Men. 85 b u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ποσάπους: ποδος, ὁ, ἡ, πόσων ποδῶν; τόδε οὖν ποσάπουν γίγνεται; ὀκτάπουν Πλάτ. Μένων 85Β.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. άποδος
de combien de pieds ?
Étymologie: πόσος, πούς.