πολύκρανος
English (LSJ)
ον,
A many-headed, E. Ba.1017 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 665] vielköpfig, δράκων, Eur. Bacch. 1015.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκρανος: -ον, ὁ πολλὰς ἔχων κεφαλάς, πολυκέφαλος, Εὐρ. Βάκχ. 1017· ἀρχὴ λευκὴ καὶ π., ἐπὶ τῆς Ρωμαϊκῆς συγκλήτου, Χρησμ. Σιβ. 3. 176.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à plusieurs têtes.
Étymologie: πολύς, *κρᾶνον (v. κρανίον).