Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολύκρανος

From LSJ

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́κρᾱνος Medium diacritics: πολύκρανος Low diacritics: πολύκρανος Capitals: ΠΟΛΥΚΡΑΝΟΣ
Transliteration A: polýkranos Transliteration B: polykranos Transliteration C: polykranos Beta Code: polu/kranos

English (LSJ)

πολύκρανον, many-headed, E. Ba.1017 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 665] vielköpfig, δράκων, Eur. Bacch. 1015.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à plusieurs têtes.
Étymologie: πολύς, *κρᾶνον (v. κρανίον).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκρᾱνος -ον [πολύς, κρανίον] veelkoppig.

Russian (Dvoretsky)

πολύκρᾱνος: многоголовый (δράκων Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύκρανος: -ον, ὁ πολλὰς ἔχων κεφαλάς, πολυκέφαλος, Εὐρ. Βάκχ. 1017· ἀρχὴ λευκὴ καὶ π., ἐπὶ τῆς Ρωμαϊκῆς συγκλήτου, Χρησμ. Σιβ. 3. 176.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολυκέφαλοςπολύκρανος δράκων», Ευρ.)
2. (για τη ρωμ. σύγκλητο) πολυμελής («ἀρχὴ λευκή και πολύκρανος», Χρησμ. Σιβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κρανος (< κρᾱνον, βλ. λ. κρανίο), πρβλ. ορθό-κρανος].

Greek Monotonic

πολύκρᾱνος: -ον (κρανίον), αυτός που έχει πολλά κεφάλια, σε Ευρ.

Middle Liddell

πολύ-κρᾱνος, ον, κρανίον
many-headed, Eur.