πριονοειδής

Revision as of 20:07, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

German (Pape)

[Seite 702] ές, sägenförmig, Diosc. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πρῑονοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς πρίονα, Γαλην. Ἐπίρρ. -δῶς, Διοσκ. 1. 147, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
en forme de scie, dentelé.
Étymologie: πρίων, εἶδος.