πριονοειδής

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

German (Pape)

[Seite 702] ές, sägenförmig, Diosc. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
en forme de scie, dentelé.
Étymologie: πρίων, εἶδος.

Greek (Liddell-Scott)

πρῑονοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς πρίονα, Γαλην. Ἐπίρρ. -δῶς, Διοσκ. 1. 147, κτλ.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
ο όμοιος με οπριόνι, οδοντωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίων, -ονος + -ειδής].