πόνημα
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is wrought, work, μελισσᾶν E.IT165 (anap.); a work, book, AP4.3.42 (pl., Agath.), 9.166 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 680] τό, das Gearbeitete, Arbeit, Werk, μελισσᾶν, Eur. I. T. 165, u. sp. D., wie Pallad. 12 (VI, 166).
Greek (Liddell-Scott)
πόνημα: τό, τὸ ἐκπονηθὲν ἔργον, ἡ ἐργασία, μελισσῶν Εὐρ. Ι. Τ. 165· ἔργον, βιβλίον, Ἀνθ. Π. 4. 3, 42., 9. 166.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
travail pénible, œuvre difficile.
Étymologie: πονέω.