A begin before, 2 Ep.Cor.8.6,10.
[Seite 720] deponens med., vorher anfangen, N. T.
προενάρχομαι: ἀποθετ., ἐνάρχομαι πρότερον, Ἐπιστ. πρὸς Κορ. η΄, 6.
commencer auparavant, ou avant les autres.Étymologie: πρό, ἐνάρχομαι.