ἐνάρχομαι
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
fut. ἐνάρξομαι prob. in E. (v. infr.):—in sacrifices,
A begin the offering, by taking the barley from the basket, κανᾶ δ' ἐναρχέσθω τις E.IA1470, cf. Men.Sam.7; προχύτας Χέρνιβάς τ' ἐνάρξεται E.IA 955: pf. in pass. sense, κανοῦν δ' ἐνῆρκται Id.El.1142; ἐνῆρκται τὰ κανᾶ Aeschin.3.120.
2 generally, begin, Sammelb.4369(b).23 (iii B.C.), etc.; τῆς θερείας ἐναρχομένης Plb.5.30.7: c. inf., πολεμεῖν ib.1.5; γενειᾶν D.H.6.13: ἐ. τινός make a beginning of, τῆς ἐπιβολῆς Plb.5.1.3; τοῦ λόγου Plu.Cic.35; ὁμιλιῶν engage in, Ath.Med. ap. Orib.inc.21.9; ἐνῆρκται followed by a quotation, Apollon.Cit.1: abs., begin to speak, Plu.Cam.32.
II later, in Act., hold office, IG12(5).526.5 (Ceos).
Spanish (DGE)
• Morfología: [en v. act. POxy.3350.11 (IV d.C.)]
1 en el ritual inaugurar, disponer ceremonial o solemnemente κανᾶ δ' ἐναρχέσθω τις que alguien disponga los cestillos con los objetos del sacrificio E.IA 1470, ἐνάρχεσθαι κανοῦν Men.Sam.222, cf. Pc.998
•perf. pas. estar inaugurado, dispuesto para la ceremonia κανοῦν δ' ἐνῆρκται el cestillo con los objetos para el sacrificio está preparado E.El.1142, ἐνῆρκται ... τὰ κανᾶ Aeschin.3.120
•abs. estar dispuesto el cestillo con los objetos para el sacrificio, procederse a la ceremonia κεράννυται, θυμιᾶτ', ἐνῆρκτ' Men.Sam.674.
2 iniciar, empezar, dar comienzo a c. ac. ἐνάρξομαι [ὕμ] νον daré inicio al himno S.Pae.(b).(1).2, c. gen. τῆς θεραπείης Hp.Mul.2.133, τῆς ἐπιβολῆς Plb.5.1.3, c. inf. πολεμεῖν Plb.5.1.5, κληρονομεῖν LXX De.2.24, γενειᾶν D.H.6.13, λέγειν Vett.Val.288.11, en v. pas. τὸν περίβολον ἐναρχθέντα ὑπὸ Ἀρρουν[τ] ίου ... τελέσασα RECAM 4.94.1 (Iconion, imper.)
•, τῆς θερείας ἐναρχομένης Plb.5.30.7
•estar al comienzo σύ γοῦν ὑπὲρ ἥμισυ τοῦ πίθου ἐκπεπωκὼς ἐνάρχεσθαι ἔτι ἔλεγες Luc.Herm.61.1
•de fenóm. naturales, divisiones temporales comenzar, empezar a producirse ταῖς μεσουρανήσεσι τῆς σελήνης ... ἐναρχόμενος del reflujo de la marea, Eratosth.Fr.Geog.1B.16, τοῦ δὲ ἔαρος ἀρχομένου καὶ τοὺς ὄμβρους ἐνάρχεσθαι Aristobul.35, ἐναρχομένου τ[οῦ Με] χείρ al comienzo del (mes) Mequeir, PTeb.24.36 (II a.C.), cf. LXX Ex.12.18.
3 ref. la palabra comenzar diciendo, hablando c. gen. αὐτὸς ἐναρχόμενος τῶν Καθαρμῶν ... φησιν el propio Empédocles al comienzo de sus «Purificaciones» dice D.L.8.54, cf. S.E.M.7.111, τοῦ περὶ φωνῆς ... τόπου D.L.7.55, cf. Ph.1.106, ἐνήρξατο τοῦ λόγου Plu.Cic.35, ὁμιλιῶν Ath.Med. en Orib.Inc.39.19, seguido de una cita literal οὕτως ἐνῆρ<κ>ται· Μηροῦ δὲ ὀλίσθημα ... comienza diciendo así: «El descoyuntamiento del muslo ...» Apollon.Cit.25, cf. Vett.Val.58.16
•abs. comenzar a hablar Plu.Cam.32.
4 en v. act., admin. estar en un cargo, fungir τοὺς ἐνάρχειν μέλλοντας POxy.l.c.
German (Pape)
[Seite 830] anfangen, den Anfang mit Etwas machen; τοῦ λόγου Plut. Cic. 35; abs., Cam. 32; τῆς ἐπιβολῆς Pol. 5, 1, 3; περί τινος, Luc. Philops. 39. – Bes. τὰ κανᾶ, das Opfer beginnen, indem man die heilige Gerste, οὐλοχύται, aus den Körben nimmt, Eur. I. A. 1471, vgl. 955 El. 1142; ἐνῆρκται τὰ κανᾶ Aesch. 3, 120.
French (Bailly abrégé)
f. ἐνάρξομαι, pf. ἐνῆργμαι;
commencer, abs. ou τινος, περί τινος commencer qch ; ἐν. τὰ κανᾶ EUR commencer le sacrifice litt. commencer à offrir les corbeilles sacrées ; ἐνῆρκται τὰ κανᾶ ESCHN on a offert les corbeilles, càd le sacrifice est commencé.
Étymologie: ἐν, ἄρχω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνάρχομαι: начинать, приступать (τινος Polyb., Plut., περί τινος Luc. и ποιεῖν τι Polyb.): ἐ. τὰ κανᾶ Eur., Aeschin. начинать с корзин (священного ячменя), т. е. приступать к жертвоприношению.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνάρχομαι: μέλλ. -ξομαι: Ἀποθ.: ― ἐπὶ θυσιῶν, ποιοῦμαι ἔναρξιν τῆς θυσίας λαμβάνων τὴν κριθὴν (οὐλοχύτας) ἐκ τοῦ κανίστρου (κανοῦ), κανᾶ δ’ ἐναρχέσθω τις Εὐρ. Ἰ. Α. 1471· οὕτω, προχύτας χέρνιβάς τ’ ἐνάρξεται αὐτόθι 955: ― πρκμ. μετὰ παθ. σημασ., κανοῦν δ’ ἐνῆρκται ὁ αὐτὸς Ἠλ. 1142· ἐνῆρκται τὰ κανᾶ Αἰσχίν. 70. 31· πρβλ. κατάρχομαι. 2) καθόλου, ἀρχίζω, Πολύβ. κλ.· μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτὸς 5. 1, 5· ἐναρχομένης τῆς θερείας (ἀρχομένης Schweig.) ὁ αὐτ. 5. 1, 3, κτλ. ΙΙ. μεταγεν. τὸ ἐνεργ., 1) ἀρχίζω, ἐνῆρξε θρήνου Ἑβδ. (Σειρ. ΛΗ΄, 16). 2) ἔχω ἀρχήν, ἐξουσίαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2350.
English (Strong)
from ἐν and ἄρχομαι; to commence on: rule (by mistake for archo).
Greek Monolingual
ἐνάρχομαι (Α)
αρχίζω κάτι, κάνω έναρξη
αρχ.
1. αρχίζω να μιλώ («τοῦ Λουκρητίου μέλλοντος ἐνάρχεσθαι», Πλούτ.)
2. αρχίζω τη θυσία (παίρνω το κριθάρι από το δοχείο) («κανᾱ δ' ἐναρχέσθω τις», Ευριπ.).
Greek Monotonic
ἐνάρχομαι: μέλ. -ξομαι· αποθ., λέγεται για θυσίες, ξεκινώ μια προσφορά, αρχίζω θυσία, προσφορά, παίρνοντας το κριθάρι (οὐλοχύται) από το καλάθι (κανοῦν), σε Ευρ.· παρακ. με Παθ. σημασία, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ξομαι
Dep. in sacrifices, to begin the offering, by taking the barley (οὐλοχύταἰ from the basket (κανοῦν), Eur.:—perf. in pass. sense, Eur.
Chinese
原文音譯:™n£rcomai 恩-阿而何買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在內-原始
字義溯源:在著手,開始,入門,動;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(ἄρχω)=著手)組成;而 (ἄρχω)出自(ἄρχω)*=為首)。參讀 (ἄρχω)同義字
出現次數:總共(2);加(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 你們以⋯開始(1) 加3:3;
2) 開始(1) 腓1:6