τά,
A v. πῶϋ. πῶθι, v. πῶ.
[Seite 826] τά, s. πῶϋ.
πώεα: τά, ποίμνια, ἴδε πῶϋ, οἰῶν πώεα καλὰ Ὀδ. Λ. 402. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πώεα· βοσκήματα, πληθυντικῶς».
v. πῶϋ.