ῥῖγος

Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

εος, τό,

   A frost, cold, Od.5.472, Hdt.6.44, etc.; ὑπὸ λιμοῦ καὶ ῥίγους Pl.Euthphr.4d; λιμῷ καὶ ῥίγει μαχόμενος X.Cyr.6.1.15: pl., ῥίγη καὶ θάλπη Id.Oec.7.23.    2 shivering, Pl.Ti.62b; shivering fit, as in ague, Hp.VM16, Aph.4.29, BGU956.2 (iii A.D.); ῥ. πυρετώδη Hp.Fract.34.

German (Pape)

[Seite 842] τό, 1) frigus, Frost, Kälte; Od. 5, 472; ὑπὸ λιμοῦ καὶ ῥίγους, Plat. Euthyphr. 4 d, u. öfter; λιμῷ καὶ ῥίγει μαχόμενος, Xen. Cyr. 6, 1, 16; Folgde; bes. Erstarren vor Frost, Frostschauer, Plat. Tim. 62 b; auch Fieberschauer, Sp. – 2) übrtr., das Schaudern, Entsetzen, Verabscheuen. – [Die Accentuation ῥίγος ist falsch, da ι lang ist.]

Greek (Liddell-Scott)

ῥῖγος: -εος, τό, (ἴδε ῥιγέω) ψῦχος, παγετός, Ὀδ. Ε. 472, Ἡρόδ. 6. 44, καὶ Ἀττ.˙ ὑπὸ λιμοῦ καὶ ῥίγους Πλάτ. Εὐθύφρων 4Dλιμῷ καὶ ῥίγει μαχόμενος Ξεν. Κύρ. 6. 1, 14˙ πληθ., ῥίγη καὶ θάλπη ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 7, 23. 2) τὸ τρέμειν ἐκ τοῦ ψύχους, Πλάτ. Τίμ. 62Β˙ ὡσαύτως, τὸ μετὰ τοῦ πυρετοῦ ῥῖγος, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Ἀφορ. 1250˙ ῥιγέα πυρετώδη ὁ αὐτ. ἐν Ἀγμ. 774.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
froid, gelée.
Étymologie: p. *Ϝρῖγος ; cf. lat. frigus.