σημήϊον
English (LSJ)
τό, Ion. for σημεῖον. σημιαφόρος,
A v. σημειοφόρος.
German (Pape)
[Seite 875] τό, ion. statt σημεῖον, oft bei Her.
French (Bailly abrégé)
ion. c. σημεῖον.
τό, Ion. for σημεῖον. σημιαφόρος,
A v. σημειοφόρος.
[Seite 875] τό, ion. statt σημεῖον, oft bei Her.
ion. c. σημεῖον.