στασιαστικός

Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ή, όν,

   A seditious, factious, opp. πολιτικός, Pl.Plt.303c; λόγοι Aeschin.3.208; πράττειν οὐδὲν σ. Plu.Cor.6. Adv., -κῶς ἔχειν to be factious, πρός τινας D.9.21, 18.61; σ. χρῆσθαι τοῖς ὀστρακισμοῖς in a factious spirit, Arist.Pol.1284b22.

German (Pape)

[Seite 929] aufrührerisch; Ggstz πολιτικός, Plat. Prot. 303 c; στασιαστικῶς ἔχειν, Ggstz von ὁμονοητικῶς ἔχειν, = στασιάζειν, Phaedr. 263 a; vgl. κακῶς ἔχοντας πρὸς ἑαυτοὺς καὶ στασιαστικῶς, Dem. 18, 61; u. Sp., στασιαστικὰ πράττειν, D. Cass. 57, 4.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰσιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς στασιασμόν, ἀντίθετον τῷ πολιτικός, Πλάτ. Πολιτ. 303C· λόγοι Αἰσχίν. 83. 34· πράττειν οὐδὲν στ. Πλουτ. Κοριολ. 6. - Ἐπίρρ., στασιαστικῶς ἔχειν, εἶμαι στασιαστικός, διάκειμαι εὐκόλως εἰς στάσιν, περί τι Πλάτ. Φαῖδρ. 263Α· πρός τινα Δημ. 116. 9., 245. 20· στ. χρῆσθαι τοῖ ὀστρακισμοῖς, μὲ πνεῦμα στασιαστικόν, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 13, 23.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
séditieux.
Étymologie: στασιάζω.