στεάτινος

Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

[ᾱ], η, ον, (

   A στέαρ 11) = σταίτινος, Aesop.58:—also στεατ-ίτης [ῑ] (sc. πλακοῦς), ὁ, Hsch. s.v. πίονες.

German (Pape)

[Seite 931] von Talg, Sp. – Auch = σταίτινος, Aesop. fab. 18, Ern.

Greek (Liddell-Scott)

στεάτῑνος: -η, -ον, (στέαρ ΙΙ), = σταίτινος, Αἴσωπ. 36 (Furia)· - ὡσαύτως στεατίτης (ἐξυπακ. πλακοῦς), ὁ, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de pâte.
Étymologie: στέαρ.