ἡ,
A v. στίμμι.
[Seite 944] ἡ, s. στίμμι.
στίμμις: ἡ, ἴδε στίμμι.
ιδος (ἡ) :noir d’antimoine pour se teindre les cils, les sourcils.Étymologie: DELG emprunt certain, égypt. stim, copte σθημ, στημ.